- παγοκρύσταλλος
- ο1. κρύσταλλος από πάγο2. (μετεωρ.) κάθε μικροσκοπική κρυσταλλική μορφή με την οποία είναι δυνατόν να εμφανιστεί ο πάγος, αλλ. παγοβελόνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγοκρύσταλλος — ο (μετεωρ.), μικροσκοπικά κρύσταλλα από πάγο στην ατμόσφαιρα σε μέρες πολύ ψυχρές, που φαίνονται σαν μεγάλο αλώνι γύρω από τον ήλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγοβελόνα — η ο παγοκρύσταλλος … Dictionary of Greek